επιβήτορας — ο 1. (για ζώα και ειρωνικά για ανθρώπους), αυτός που ανεβαίνει για βάτεμα, βατευτής. 2. μτφ. (εκκλησ.), αυτός που αντικανονικά ανέβηκε σε επισκοπικό θρόνο, ο σφετεριστής του θρόνου, ο επιβάτης. 3. μτφ., καθένας που αυθαίρετα κατέχει αρχή ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιβήτορας — ἐπιβήτωρ one who mounts masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονοκηλώνιος — ὀνοκηλώνιος, ὁ (Μ) ο αρσενικός όνος, ο επιβήτορας όνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κήλων «επιβήτορας»] … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
αναβάτης — ο (Α ἀναβάτης) (Ν θηλ. τρια) [ἀναβαίνω] 1. αυτός που ανεβαίνει ή έχει ανεβεί κάπου 2. αυτός που ανεβαίνει σε άλογο, ιππέας, καβαλάρης νεοελλ. (για αρσενικά ζώα) βατευτής, επιβήτορας … Dictionary of Greek
ιπποβάτης — ἱπποβάτης, o (A) 1. αναβάτης ίππου, ιππέας, έφιππος 2. (για ίππο ή όνο) βαρβάτος, επιβήτορας, βατευτής, οχευτής («ἵπποις καὶ ὄνοις τοῑς ἱπποβάτοις», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + βάτης (< βαίνω), πρβλ. κυνο βάτης, τεθριππο βάτης] … Dictionary of Greek
κήλων — ο (ΑΜ κήλων, ωνος) επιβήτορας ίππος ή όνος αρχ. 1. μακρύ ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα φρέατα, κν. γεράνι 2. προσωνυμία τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. σε ων / ωνος (πρβλ. γάστρ ων, γλίσχρ ων), που… … Dictionary of Greek
καπρί — το 1. ο επιβήτορας χοίρος 2. (για άνδρες και γυναίκες) ο αχαλίνωτος στα σαρκικά πάθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καπρίον, υποκορ. τού κάπρος] … Dictionary of Greek
κηρύλος — ο (Α κηρύλος και κειρύλος) μυθικό θαλάσσιο πτηνό τού είδους τής αλκυόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηρ ύλος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. ύλος θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. είναι είτε το κηα (πρβλ.) αρχ. ινδ. śāra «στικτός» και sărī (ονομασία… … Dictionary of Greek
κουρβιάρης — κουρβιάρης, ὁ (Μ) [κούρβα] επιβήτορας … Dictionary of Greek